Εάν πάτε στην μεγάλη λεωφόρο που καταλήγει στην κεντρική πλατεία τής πόλης θα συναντήσετε κάποιον που απαγγέλει στίχους από διάφορα ποιήματα χωρίς να σταματάει να πάρει αναπνοή. Σαν να θέλει κάτι να προλάβει. Είναι κοντός, με φθαρμένα ρούχα, με μούσι και σγουρά μαλλιά. Εκεί που απαγγέλει τους στίχους σταματάει , κοιτάει δεξιά κοιτάει αριστερά και με βροντερή φωνή που βγάζει μέσα από την ψυχή του φωνάζει ” Πρέπει να σώσουμε το όνειρο , πρέπει να το φυλάξουμε μέσα στην καρδιά μας να παραμείνει ζεστό, με ακούτε ” .Ο κόσμος που περνάει από δίπλα του άλλοι γελάνε και άλλοι σιγομουρμουρίζουν «πάει τρελάθηκε ό κόσμος» και συνεχίζουν την πορεία τους. Μερικοί σταματάνε και τον περιγελούν , τον κοροϊδεύουν και γελούν μαζί του. Αλλά αυτός απτόητος συνεχίζει την απαγγελία των στίχων από διάφορα ποιήματα και συνεχίζει να φωνάζει ” Πρέπει να σώσουμε το όνειρο να το βάλουμε στις καρδιές μας”. Κάθε μέρα τα βήματά μου με φέρνουν στην μεγάλη λεωφόρο που οδηγεί στην κεντρική πλατεία τής πόλης και πάντα βρίσκω τον φίλο μου εκεί στο ίδιο μέρος να επαναλαμβάνει την προτροπή προς εμάς. Αλλά εμείς δεν τον ακούμε , μήπως εσείς τον ακούσατε ; Τρέχουμε να βάλουμε τίς μάσκες μας μέσα στο απέραντο τσίρκο που ζούμε, για να κάνουμε τούς κλόουν έτσι ώστε να δυναμώσουμε την ψευδαίσθηση τής ευτυχίας μέσα από την σιγουριά που μας δίνει η δυστυχία . Γελάμε χωρίς να σκεφτόμαστε ότι καταβροχθίζουμε σαν ζώα τα πιο ευγενικά όνειρα των παιδιών μας. Σιωπούμε, Δεν μιλούμε, Δεν ακούμε το μόνο που μας απέμεινε είναι να ποτίζουμε το εγώ μας σαν την τελευταία πράξη του δράματος. Εάν πάρετε την μεγάλη λεωφόρο τής πόλης αυτής που οδηγεί στην κεντρική πλατεία θα βρείτε τον άνθρωπο που τον κοροϊδεύουν , που τον γελούν , που τον περιπαίζουν ,τον φίλο μου, να απαγγέλει στίχους από ποιήματα και να φωνάζει δυνατά
“Σώστε το όνειρο και βάλτε το στην καρδιάς σας”.
Μερικοί τον λένε ονειροπαρμένο, εγώ τον λέω , ο ποιητής του ονείρου